Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

Λάος το

  • 1 λαός

    [лаос] ουσ. а. народ,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > λαός

  • 2 народ

    α.
    1. λαός•

    советский народ σοβιετικός λαός•

    греческий народ ελληνικός λαός•

    все -ы мира όλοι οι λαοί της γης•

    трудовой народ ο λαός της δουλειάς (οι εργαζόμενοι).

    2. άνθρωποι•

    там был разный народ εκεί ήταν διάφοροι άνθρωποι.

    || κόσμος•

    собралось много -у μαζεύτηκε πολύς κόσμος.

    εκφρ.
    простой народ – ο απλός λαός, λαοτζίκος, κοσμάκης, πόπολο•
    чрный (подлый) народ – (στην ταζική κοινωνία) οι απόκληροι της γης, η φτωχολογιά•
    на -е – στην κοινωνία, στον κόσμο, με τον κόσμο•
    на весь народ – μεγαλώφωνα, στην διαπασών, με τυρρηνική σάλπιγγα.

    Большой русско-греческий словарь > народ

  • 3 народ

    народ
    м
    1. ὁ λαός; русский \народ ὁ ρωσικός λαός· \народы мира οἱ λαοί τής γῆς· трудовой \народ οἱ ἐργαζόμενοι, ὁ ἐργαζόμενος λαός·
    2. (люди) ὁ κόσμος, τό πλήθος; много \народу ἡ πολυκοσμία, ἡ κοσμο-πλημμύρα

    Русско-новогреческий словарь > народ

  • 4 Лаос

    Русско-греческий словарь > Лаос

  • 5 мирный

    мирный 1) в рази. знач. ειρηνικός· \мирный народ о ειρηνικός λαός· \мирный договор η συνθήκη ειρήνης· \мирныйое сосуществование η ειρηνική συνύπαρξη' решение разногласий \мирныйым путём η ειρηνική επίλυση διαφορών 2) (спокойный) ήσυχος, ήρεμος
    * * *
    1) в разн. знач. ειρηνικός

    ми́рный наро́д — ο ειρηνικός λαός

    ми́рный догово́р — η συνθήκη ειρήνης

    ми́рное сосуществова́ние — η ειρηνική συνύπαρξη

    реше́ние разногла́сий ми́рным путём — η ειρηνική επίλυση διαφορών

    2) ( спокойный) ήσυχος, ήρεμος

    Русско-греческий словарь > мирный

  • 6 народ

    народ м 1) (нация) о λαός 2) (массы) о κόσμος, το πλήθος
    * * *
    м
    1) ( нация) ο λαός
    2) ( массы) ο κόσμος, το πλήθος

    Русско-греческий словарь > народ

  • 7 весь

    весь
    (вся, все, все) мест.
    1. ὀλος, ὁλόκληρος, πάς (πάσα, πἄν):
    \весь день ὅλη τή μέρα, ὁλάκερη μέρα· \весь иаро́д ὀλος ὁ λαός, ὅλος ὁ κόσμος· табак у меня \весь вышел ὅλος ὁ καπνός μου τελείωσε·
    2. все ὅλα, τό πᾶν:
    он о^лся без всего́ Εμεινε θεόγυμνος, δέν τοῦ ἐμεινε τίποτε· это лу́чше всего αὐτό εἶναι τό καλλίτερο ἀπ' ὅλα· всего́ понемногу λίγο ἀπ' ὅλα·
    3. все мн. ὅλοι:
    все за одного́ \весь оди́н за всех ὅλοι γιά τόν ἕνα καί ὁ ἔνας γιά ὅλους·
    4. (целиком, полностью) ὅλος:
    он \весь в поту́ εἶναι καταϊδρωμένος· он \весь в отца εἶναι ἰδιος ὁ πατέρας του· ◊ во вей разг μ'ὅλες τίς δυνάμεις· во всю прыть ὁλοταχώς, μέ ὅλη τήν ταχύτητα· все равно́ а) εἶναι τό ίδιο, εἶναι ἕνα καί τό αὐτό (равносильно), б) εἶναι ἀδιάφορο (безразлично), в) δ' ὅλα ταύτα, παρ' ὅλα αὐτά (несмотря ни на что)· я все равно́ это сделаю παρ' ὅλα αὐτά θά τό κάνω· мне все равно́ μοῦ εἶναι ἀδιάφορό всего́ хорошего! στό καλό!, γεια χαρά!,ῶρα καλή!

    Русско-новогреческий словарь > весь

  • 8 простонародье

    простонародье
    с уст. ὁ ἀπλος λαός, ὁ λαουτζϊκος.

    Русско-новогреческий словарь > простонародье

  • 9 трудовой

    трудов||ой
    прил ἐργάσιμος, τής ἐργασίας:
    \трудовой день ἡ ἐργάσιμη μέρα· \трудовой фронт τό μέτωπο τής ἐργασίας· \трудовойая жизнь ἡ ζωή τοῦ δουλευτή· \трудовойые деньги χρήματα πού κερδίζονται μέ τή δουλειά· \трудовойо́е население ὁ ἐργαζόμενος λαός· \трудовойо́е воспитание ἡ ἐργατική διαπαιδαγώγηση· \трудовойа́я дисциплина ἡ ἐργατική πειθαρχία· \трудовойые подвиги τά κατορθώματα τής ἐργασίας· \трудовой подъем ὁ ἐργατικός ἐνθουσιασμός· ◊ \трудовойа́я книжка τό ἐργατικό βιβλιάριο[ν]· \трудовойые резервы οἱ ἐργατικές ἐφεδρείες.

    Русско-новогреческий словарь > трудовой

  • 10 устремляться

    устрем||ляться
    1. (двинуться) ὀρμῶ, ρίχνομαι, τρέχω:
    \устремлятьсяляться навстречу τρέχω νά προϋπαντήσω· народ \устремлятьсяйлся на площадь ὁ λαός ὅρμησε στήν πλατεία·
    2. (сосредоточиться) κατευθύνομαι, προσηλώνομαι:
    мысли ее \устремлятьсяйлись к прошлому οἱ σκέψεις τής γύρισαν все взо́ры \устремлятьсяля́ются на него́ ὅλων τά βλέμματα στρέφονται προς αὐτόν.

    Русско-новогреческий словарь > устремляться

  • 11 народ

    [ναρότ] ουσ. α λαός, κόσμος

    Русско-греческий новый словарь > народ

  • 12 народ

    [ναρότ] ουσ α λαός, κόσμος

    Русско-эллинский словарь > народ

  • 13 афинский

    επ.
    αθηναϊκός•

    афинский народ ο αθηναϊκός λαός.

    Большой русско-греческий словарь > афинский

  • 14 вольнолюбивый

    επ., βρ: -бив, -а, -о
    φιλελεύθερος• ελεύθερος•

    вольнолюбивый народ φιλελεύθερος λαός•

    -ые стихи φιλελεύθεροι στίχοι.

    Большой русско-греческий словарь > вольнолюбивый

  • 15 выиграть

    ρ.σ.
    1. κερδίζω•

    выиграть в лотарее мотоцикл κερδίζω μοτοσυκλέττα στο λαχείο•

    выиграть в карты пять рублей κερδίζω στα χαρτιά πέντε ρούβλια•

    выиграть пари κερδίζω το στοίχημα.

    2. ωφελούμαι•

    население -ло от снижения цен οπλή-θυσμός (λαός) ωφελήθηκε από τις εκπτώσεις.

    3. νικώ•

    выиграть процесс κερδίζω το ‘δικαστήριο•

    -сражение κερδίζω τη μάχη•

    выиграть время κερδίζω χρόνο.

    Большой русско-греческий словарь > выиграть

  • 16 демос

    α. (γραπ. λόγος) δήμος, λαός.

    Большой русско-греческий словарь > демос

  • 17 мирный

    επ., βρ: -рен, -рна, -рно.
    1. ειρηνικός• ειρηνόφιλος, φιλειρηνικός•

    мирный народ ειρηνόφιλος λαός•

    -ое государство ειρηνόφιλο κράτος.

    || φιλήσυχος, ήσυχος, αφιλόνικος•

    мирный человек φιλήσυχος άνθρωπος•

    -ая жизнь ειρηνική ζωή•

    мирный характер ήσυχος (ήπιος) χαρακτήρας•

    -ое урегулирование ειρηνικός διακανονισμός.

    2. ειρηνευτικός•

    -ая политика πολιτική ειρήνης•

    -ое время ειρηνική περίο, δος.

    || της ειρήνης•

    мирный трактат συνθήκη ειρήνης•

    -ая конференция διάσκεψη ειρήνης.

    Большой русско-греческий словарь > мирный

  • 18 мирянин

    -а, πλθ. -яне, -ян α., -ка, -и θ.
    1. λαϊκός, -ή (αντών. του κληρικός).
    2. αγροτικός, χωριάτικος, μέλος της αγροτικής κοινότητας.
    3. παλ. πλθ. -не λαός, κόσμος, άνθρωποι.

    Большой русско-греческий словарь > мирянин

  • 19 народец

    -дца α. λαοτζίκος. || μικρός λαός.

    Большой русско-греческий словарь > народец

  • 20 племя

    племени, πλθ. племена
    -мн, -менам ουδ.
    1. η φυλή•

    кочевые -на νομαδικές φυλές•

    первобытные -на πρωτόγονες φυλές.

    2. παλ. λαός, λαότητα.
    3. παλ. γένος• σόι•

    дворянское племя γένος των ευγενών.

    4. γενεά, γενιά.
    5. ομάδα, παρέ• γένος, φυλή, σπορά.
    εκφρ.
    на племя – για ράτσα, για αναπαραγωγή.

    Большой русско-греческий словарь > племя

См. также в других словарях:

  • λαός — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα B με την Κίνα και το Βιετνάμ, στα Α με το Βιετνάμ, στα Ν με την Καμπότζη, στα Δ με τη Ταϊλάνδη και στα ΒΔ με τη Μυανμάρ.Tο Λ. είναι το μοναδικό κράτος της χερσονήσου της Ινδοκίνας που δεν βρέχεται… …   Dictionary of Greek

  • λαός — ο 1. το σύνολο των ατόμων που ζουν σε μια χώρα, περιοχή ή πόλη: Ο λαός της Ελλάδας. 2. έθνος, φυλή: Ο ελληνικός λαός. 3. το σύνολο ή μέρος των κατοίκων μιας χώρας σε αντιδιαστολή με το κράτος: Ο λαός αντέδρασε στις νέες φορολογικές ρυθμίσεις. 4.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λαός — λᾱός , λαός men masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λᾶος — λᾶας stone masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πολὺς λαός, ὀλίγοι δὲ ἄνθρωποι. — См. Людей нет! …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • λεώς — λαός men masc acc pl (doric ionic) λαός men masc nom/voc/acc pl (attic) λαός men masc nom/voc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Οτεντότοι — Λαός, που άλλοτε ήταν εγκατεστημένος σε ολόκληρη τη νότια Αφρική και σήμερα, αρκετά περιορισμένος σε αριθμό ζει στις πιο απρόσιτες ζώνες της νοτιοδυτικής Αφρικής. Όταν το 1652 οι Ολλανδοί ίδρυσαν την Πόλη του Ακρωτηρίου, βρήκαν την παράκτια… …   Dictionary of Greek

  • Πικηνοί — Λαός της προρωμαϊκής Ιταλίας, που αποτελούσαν ίσως κατά ένα μέρος ομβρικοσαβελλικά και κατά ένα μέρος προϊνδοευρωπαϊκά στοιχεία, ο οποίος ήταν εγκαταστημένος στην κεντρική Ιταλία, προς την Αδριατική. Οι ιστορικές πληροφορίες που έχουμε για τους… …   Dictionary of Greek

  • λεῶ — λαός men masc gen sg (doric ionic aeolic) λαός men masc acc sg (attic) λεάζω to be smooth fut ind act 1st sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κέλτες — Λαός της κεντρικής Ευρώπης, ο οποίος, από τη 2η χιλιετία π.Χ., άρχισε να μεταναστεύει σε διάφορες περιοχές της Ευρώπης. Οι Κ., έπειτα από αλλεπάλληλες μεταναστεύσεις, έφτασαν στην Ιβηρική χερσόνησο, στα Βρετανικά νησιά και στην Ιταλία (κατάληψη… …   Dictionary of Greek

  • Ναβαταίοι — Λαός αραβικής καταγωγής, που κατοικούσε στην Πετραία Αραβία. Κατοικούσαν αρχικά στις όχθες του Ευφράτη. Από τον 8o αι. π.Χ. άρχισαν να κατεβαίνουν στον νότο, όπου εγκαταστάθηκαν στην περιοχή ανάμεσα στη Νεκρά θάλασσα και στον Αϊλανιτικό κόλπο.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»